- ηλεκτρ(ο)-
- α' συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β' συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Α' συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες σύνθετες, αντιδάνειες για την Ελληνική, λέξειςπρβλ. αγγλ. electro- < ήλεκτρον. Τα συνθ. με α' συνθετικό ηλεκτρ(ο)- είναι τα εξής: νεοελλ. ηλεκτραγγέλτης, ηλεκτραγωγός, ηλεκτρακουστική, ηλεκτράμαξα, ηλεκτρανάλυση, ηλεκτραλιεία, ηλεκτραπόθεση, ηλεκτραρνητικός, ηλεκτραρνητικότητα, ηλεκτρεγερτικός, ηλεκτρέλαιο, ηλεκτρεπίπλευση, ηλεκτροαεριοδυναμική, ηλεκτροακουστικός, ηλεκτροαμφιβληστροειδογράφημα, ηλεκτροαμφιβληστροειδογραφία, ηλεκτροβαλβίδα, ηλεκτροβάνα, ηλεκτροβερνίκι, ηλεκτροβιολογία, ηλεκτροβιολογικός, ηλεκτροβιοσκοπία, ηλεκτρογαλβανισμός, ηλεκτρογεννήτρια, ηλεκτρογόνος, ηλεκτρογραφία, ηλεκτροδέκτης, ηλεκτροδιάβρωση, ηλεκτροδιαγνωστική, ηλεκτροδιαπασών, ηλεκτρόδιο, ηλεκτροδυναμική, ηλεκτροδυναμόμετρο, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ηλεκτροεγκεφαλογραφία, ηλε-κτροεγκεφαλογράφος, ηλεκτροειδής, ηλεκτροθεραπεία, ηλεκτροθεραπευτικός, ηλεκτροθερμία, ηλεκτροθερμόμετρο, ηλεκτροθετικός, ηλεκτροκαρδιογράφημα, ηλεκτροκαρδιογραφία, ηλεκτροκαρδιογράφος, ηλεκτροκαρδιοσκόπιο, ηλεκτροκίνηση, ηλεκτροκινητήρας, ηλεκτροκίνητος, ηλεκτροκόλληση, ηλεκτροκολοφώνιο, ηλεκτροκοχλιογράφημα, ηλεκτρολογία, ηλεκτρολογικός, ηλεκτρολόγος, ηλεκτρόλουτρο, ηλεκτρόλυση, ηλεκτρολύτης, ηλεκτρολυτικός, ηλεκτρόλυτο, ηλεκτρολύω, ηλεκτρομαγνήτης, ηλεκτρομαγνητικός, ηλεκτρομαγνητισμός, ηλεκτρομέταλλα, ηλεκτρομεταλλουργία, ηλεκτρομετρία, ηλεκτρομετρικός, ηλεκτρόμετρο, ηλεκτρομηχανή, ηλεκτρομηχανικός, ηλεκτρομηχανουργός, ηλεκτρομυογράφημα, ηλεκτρομυογραφία, ηλεκτρονάρκωση, ηλεκτρονόμος, ηλεκτροοπτική, ηλεκτροοπτικός, ηλεκτροπαραγωγή, ηλεκτροπαραγωγικός, ηλεκτροπαραγωγός, ηλεκτροπηξία, ηλεκτροπλάκα, ηλεκτρόπληκτος, ηλεκτροπληξία, ηλεκτροπτική, ηλεκτροπυρεξία, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, ηλεκτροσπασμοθεραπεία, ηλεκτροστατική, ηλεκτροστατικός, ηλεκτροσυγκόλληση, ηλεκτροσυστολή, ηλεκτροτεχνία, ηλεκτροτεχνικός, ηλεκτροτεχνίτης, ηλεκτροτονικός, ηλεκτροτόνος, ηλεκτροτροπία, ηλεκτροτροπισμός, ηλεκτροτυπία, ηλεκτροτυπικός, ηλεκτροφαής, ηλεκτροφίλτρο, ηλεκτροφλοιογράφημα, ηλεκτροφόρηση, ηλεκτροφόρος, ηλεκτροφυσική, ηλεκτροφυσιολογία, ηλεκτρόφωνο, ηλεκτροφωταύγεια, ηλεκτροφωτίζω, ηλεκτροφώτιση, ηλεκτροφωτισμός, ηλεκτροχειρουργική, ηλεκτροχημείο, ηλεκτροχημικός, ηλεκτροχωρητικότητα].
Dictionary of Greek. 2013.